- ἱερωτός
- ἱερ-ωτός, ή, όν, Thess. [full] ἱαρωτός, [full] ἱαρουτός,A consecrated, Ἀρχ. Ἐφ.1919.52 (Pharsalus, v/iv B.C.), IG 9(2).461 ([place name] Crannon).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιερωτός — ἱερωτός και ἱαρωτός και ἱαρουτός, ή, όν (Α) [ιερώ] αφιερωμένος, καθιερωμένος … Dictionary of Greek